κλάψα — η κλάμα, κλάψιμο: Η κλάψα του μικρού παιδιού είναι τ άρματά του (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντάρα — η (Μ ἀντάρα) 1. αποστασία 2. στενοχώρια νεοελλ. 1. θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά 2. αναταραχή, ανακάτωμα 3. σκοτείνιασμα τ’ ουρανού, ομίχλη 4. σκοτούρα του νου, σύγχυση 5. θόρυβος, αναστάτωση 6. βοή 7. διασκέδαση, ξεφάντωμα 8. στενοχώρια.… … Dictionary of Greek
ζήτας — ο αυτός που έχει τη συνήθεια να ζητάει, ο ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προστ. ενεστ. ζήτα + κατάλ. ς ονομαστ. αρσ. ονομάτων (γράψα ς, κλάψα ς, ταμία ς, χειμώνα ς)] … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
κλαυθμυρισμός — ο (Α κλαυθμυρισμός) [κλαυθμυρίζω] το συνεχές και σιγανό κλάψιμο τών βρεφών ή το να κλαίει κάποιος σαν μωρό, κλάψα, κλαψούρισμα … Dictionary of Greek
κλαψ(ι)άρης — άρα, άρικο [κλάψα] 1. ο επιρρεπής στο να κλαίει («κλαψιάρικο μωρό») 2. παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης … Dictionary of Greek
κλαψούρα — και κλαούρα, η 1. το συνεχές και σιγανό κλάψιμο 2. μεμψιμοιρία, παράπονο, γκρίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάψα + κατάλ. ούρα, πιθ. κατά το μουρμ ούρα] … Dictionary of Greek
κλαύσις — κλαῡσις, ἡ (Α) [κλαίω] κλάμα, κλάψιμο, κλάψα … Dictionary of Greek
μοιρολόγι — και μοιρολόι και μυρολόγι, το (Μ μοιρολόγιον και μοιρολόγιν και μοιρολόγι και μοιριολόγι και μοιριολόγι[ν] 1. θρηνητικό, λυπητερό άσμα που τραγουδιέται κατά την παράθεση ή την κηδεία νεκρού 2. μτφ. παράπονο με θρήνο για θλιβερό γεγονός, κλάψα μσν … Dictionary of Greek
παντού — επίρρ. 1. σε όλα τα μέρη («παντού κλάψα, παντού αντάρα και παντού ξεψυχισμοί», Σολωμ.) 2. φρ. «παντού τα πάντα» σ όλο τον κόσμο συμβαίνουν τα ίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα, κατά το αυτού που (πρβλ. αλλού < άλλος)] … Dictionary of Greek